στυφνικός

στυφνικός
-ή, -ό, Ν
φρ. α) «στυφνικό οξύ»
χημ. αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως 2, 4, 6-τρινιτρορεσορκίνη
β) «στυφνικός μόλυβδος» — άλας τού παραπάνω οξέος, το οποίο αποτελεί ισχυρή πρωτογενή εκρηκτική ύλη χρησιμοποιούμενη κυρίως για την παραγωγή εναυσματικών μέσων και ιδίως πυροκροτητών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”